μεταγίγνομαι

μεταγίγνομαι
μεταγίγνομαι (ΑM)
βλ. μεταγίνομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μεταγίνομαι — και ματαγίνομαι (ΑM μεταγίγνομαι και μεταγίνομαι) νεοελλ. μσν. γίνομαι εκ νέου, ξαναγίνομαι, αναδημιουργούμαι μσν. γίνομαι κάτι διαφορετικό αρχ. 1. γίνομαι κατόπιν 2. μεταφέρομαι, απάγομαι μακριά («Ἱερεμίας ὁ προφήτης ὅτι ἐκέλευσε τοῡ πυρὸς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”